- ἱδρωτήριον
- ἱδρ-ωτήριον, τό,A sudatorium, Gloss.: pl., sudorifics, Paul.Aeg.3.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱδρωτηρίοις — ἱδρωτήριον sudatorium neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρωτήρια — ἱδρωτήριον sudatorium neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρωτήριο — το (Α ἱδρωτήριον) [ιδρώω] θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών νεοελλ. μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας … Dictionary of Greek